- αμμωνίτες
- Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250-300 εκατομμύρια χρόνια ζωής. Χάρη στη γρήγορη εξέλιξή τους, τη μεγάλη διάδοσή τους και την καλή διατήρηση του όστρακού τους, έχουν μεγάλη σημασία για την παλαιοντολογία. Το όστρακό τους, που υποδιαιρείται με διαφράγματα σε εγκάρσιους θαλάμους –από τους οποίους ο τελευταίος προς τα έξω είναι ο κατοικίδιος θάλαμος του ζώου– είναι περιτυλιγμένο σε κλειστή πλατιά σπείρα, σπανιότερα είναι ξετυλιγμένο και παρουσιάζει πάντα αμφίπλευρη συμμετρία. Ο πρώτος θάλαμος (εμβρυοθάλαμος) βρίσκεται στο κέντρο του οστράκου, είναι ασβεστολιθικός και έχει σχήμα ωοειδές ή σφαιρικό. Οι διαδοχικοί θάλαμοι συνδέονται με ένα μεμβρανώδες σωληνοειδές όργανο που ονομάζεται σίφων. Το χείλος του κατοικίδιου θαλάμου, που λέγεται και στοματικό άνοιγμα, είναι απλό και έχει σχήμα ράμφους ή σχηματίζει αυλακοειδείς περισφίγξεις. Ορισμένοι α. της ιουρασίου έχουν στα πλευρά του χείλους μικρά πτερύγια που, όταν αναπτυχθούν σημαντικά, μπορεί να προκαλέσουν περίσφιγξη του στοματικού ανοίγματος και να του δώσουν μορφή Τ. Στα πρωτόγονα γένη, η εξωτερική επιφάνεια του οστράκου είναι λεία, ενώ στους κύριους α. φέρει γραμμές ραφών ποικίλου σχήματος: ευθείες, κυματοειδείς, δρεπανοειδείς, δισχιδείς, πολυσχιδείς και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με κόμβους στα σημεία που διακλαδίζονται. Κατά τον Παβλόφ, η τροποποίηση του στολισμού του οστράκου κατά τη διάρκεια της ζωής του ζώου είναι φαινόμενο γεροντισμού.
Λειόστρακα χαρακτηρίζονται τα ζώα με λείο ή ελάχιστα στολισμένο όστρακο και τραχυόστρακα εκείνα που έχουν πολύ ανάγλυφο στολισμό. Τα εσωτερικά διαφράγματα εισχωρούν στα τοιχώματα του οστράκου και σχηματίζουν στην εξωτερική του επιφάνεια τη γραμμή ραφών, που συνήθως είναι απλή στις πρωτόγονες μορφές, ενώ αντίθετα είναι πολύπλοκη στις πιο εξελιγμένες. Το σχήμα που παίρνει η γραμμή ραφών διακρίνεται βασικά από τους κυματισμούς της που, όταν είναι κυρτοί προς το στοματικό άνοιγμα λέγονται σάγματα, ενώ όταν είναι κοίλοι λέγονται κοιλίες.
Όταν η μορφή των σαγμάτων και των κοιλιών είναι απλή, λέγεται γωνιατιτική· όταν τα σάγματα είναι απλά και οι κοιλίες πριονωτές, λέγεται κερατιτική. Στους νεότερους α. του μεσοζωικού αιώνα, η μορφή των σαγμάτων και κοιλιών είναι πολυσχιδής και πολύπλοκη. Στην ανώτερη κρητιδική (τέλος μεσοζωικού) παρατηρείται έναφαινόμενο ανάστροφης εξέλιξης σε μερικά είδη α. που εμφανίζουν απλή γραμμή ραφών όμοια με αυτή των παλαιοζωικών γωνιατιτών ή των κερατιτών της βάσης της τριαδικής. Μερικές φορές απαντώνται στα ίδια απολιθωματοφόρα στρώματα α. με τον ίδιο στολισμό και γραμμή ραφών, αλλά με σημαντικές διαφορές στο μέγεθος του οστράκου και στο στοματικό άνοιγμα, που δείχνει έναν γενετικό διμορφισμό.
To πάχος του οστράκου είναι ανάλογο προς τη διάμετρό του, που μπορεί να κυμαίνεται από λίγα εκατοστά μέχρι και 2,50 μ. (π.χ. ο παχυδίσκος της ανώτερης κρητιδικής). Για τη συστηματική κατάταξη των α. ακόμα συζητούν ορισμένοι και άλλοι τους ταυτίζουν με το γένος σπείρουλα,που ζει σήμερα στις θάλασσες (διβραγχιωτά) και άλλοι με τους ναυτίλους (τετραβραγχιωτά). Μερικές οικογένειες α. έζησαν αποκλειστικά κατά τον παλαιοζωικό αιώνα (όπως οι κλυμενίες κατά τη δεβόνιο), άλλες μόνο κατά την τριαδική (κερατίτες, κλαδισκίδες, πινακοκερατίδες). Μεγαλύτερη ανάπτυξη παρουσιάζουν κατά την ιουράσιο (αριστίδες, φυλλοκερατίδες, ψιλοκερατίδες). Στο τέλος της κρητιδικής εξαφανίζονται τελείως. Στην Ελλάδα, στρώματα απολιθωμένων α. έχουμε κυρίως στην Επίδαυρο Αργολίδας με αντιπροσώπους μεγάλων διαστάσεων.
Τα απολιθωμένα όστρακα των αμμωνιτών διατηρήθηκαν σε άριστη κατάσταση. Μερικές φορές, όλη η μάζα παχύτατων αμμωνιτοφόρων ιζηματογενών αποθέσεων αποτελείται από κελύφη τους, όπως π.χ. οι αμμωνιτοφόροι ασβεστόλιθοι της Επιδαύρου.
Dictionary of Greek. 2013.